Стонать στα ελληνικά
Μετάφραση: стонать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρητό, πάσχω, τρίξιμο, υποφέρω, στενάζω, ουρλιάζω, παθαίνω, μουγκρίζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вращаться στα ελληνικά - τρέχω, κυκλοφορώ, στρίβω, περιστρέφομαι, κύκλος, στροφή, σειρά, ...
- гайана στα ελληνικά - Γουιάνα, Γουιάνας, τη Γουιάνα, Γουϊάνας, Γουϊάνα
- гребешок στα ελληνικά - χτένα, χτενίζω, οικόσημο, χτένι, χτένια, χτενιών, για χτένια, ...
- достоинство στα ελληνικά - ποιότητα, φρονιμάδα, αξία, προσόν, διαμέτρημα, τιμώ, αρετή, ...
Τυχαίες λέξεις
Стонать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρητό, πάσχω, τρίξιμο, υποφέρω, στενάζω, ουρλιάζω, παθαίνω, μουγκρίζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Μεταφράσεις: μουγκρητό, πάσχω, τρίξιμο, υποφέρω, στενάζω, ουρλιάζω, παθαίνω, μουγκρίζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό