Стопить στα ελληνικά
Μετάφραση: стопить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, φυτίλι, φιτίλι, Stop, Σταματήστε, Σταματήστε να, στάση, Διακόψτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ворчливость στα ελληνικά - γκρίνια, δυστροπία
- восставший στα ελληνικά - αηδιαστικός, επαναστατικός, αντάρτης, στασιαστής, ανταρτών, των ανταρτών, εξεγερμένων
- гуртить στα ελληνικά - μύλος, εργοστάσιο, αλέθω, αγέλη, κοπάδι, αγέλης, ζωικού κεφαλαίου, ...
- дол στα ελληνικά - κούκλα, λαγκάδι, κοιλάδα, Dale, Ο Dale, τον Dale
Τυχαίες λέξεις
Стопить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, φυτίλι, φιτίλι, Stop, Σταματήστε, Σταματήστε να, στάση, Διακόψτε
Μεταφράσεις: λιώνω, φυτίλι, φιτίλι, Stop, Σταματήστε, Σταματήστε να, στάση, Διακόψτε