Λέξη: δράστης

Σχετικές λέξεις: δράστης

δράστης της 15χρονης, δράστης της παιανίας, δράστης ξάνθη, ο δράστης, δράστης ετυμολογια

Συνώνυμα: δράστης

παραβάτης, αυτός που κάνει το κακό, αυτουργός

Μεταφράσεις: δράστης

δράστης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
culprit, perpetrator, offender, actor, perpetrator of, an actor

δράστης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
culpable, reo, autor, perpetrador, agresor, autor haya

δράστης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
täter, schuldiger, schuldige, Täter, Täters, Verursacher

δράστης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
auteur, coupable, criminel, malfaiteur, agresseur, auteur a, auteurs

δράστης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reo, autore, perpetratore, colpevole, esecutore, carnefice

δράστης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
culpado, perpetrador, autor, agressor, agente, criminoso

δράστης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dader, pleger, daders, veroorzaker, overtreder

δράστης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преступник, виновник, обвиняемый, Исполнитель, виновный, нарушитель

δράστης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjerningsmann, gjerningsmannen, gjernings, gjerningspersonen, overgriper, gjerningsmannens

δράστης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förövaren, gärningsman, gärningsmannen, förövare, gärningsmannens

δράστης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syytetty, rikollinen, konna, rikoksentekijä, tekijä, tekijän, tekijää, rikoksentekijän

δράστης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gerningsmand, gerningsmanden, voldsudøveren, gerningsmandens, ophavsmand

δράστης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pachatel, zločinec, viník, pachatelem, pachatele, pachateli

δράστης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
winowajca, sprawca, zamachowiec, przestępca, sprawcą, sprawcy, sprawcę

δράστης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkövető, elkövetőt, elkövetője, tettes, elkövetőjének

δράστης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fail, failin, faili, suçu işleyen, suçlu

δράστης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обвинувачуваний, обвинувачений, злочинець, винний, злочинця

δράστης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fajtor, kryesi, dhunuesi, kryerësi, autori i krimit, autori

δράστης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
виновник, извършител, извършителя, извършителят, извършители

δράστης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злачынец, злачынца, злодзей

δράστης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kurjategija, süüdlane, pahategija, süüalune, toimepanija, täideviija, vägivallatseja, teo toimepanija

δράστης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krivac, zločinački, kriv, kažnjiv, zločinac, izvršitelj, počinilac, počinitelj, učinitelj, pocinitelj

δράστης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geranda, gerandinn, árásamaður

δράστης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaltininkas, nusikaltėlis, smurtautojas, vykdytojas, padaręs

δράστης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vainīgais, izdarītājs, likumpārkāpējs, nodarījuma izdarītājs, nodarījuma

δράστης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сторителот, сторител, извршителот, прекршителот, извршител

δράστης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
autor, autorul, infractor, agresor, făptaș

δράστης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zločinec, viník, storilec, povzročitelj, storilca, storilec kaznivega dejanja, storilcu

δράστης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zločinec, vinník, páchateľ, chateľ, páchateľa
Τυχαίες λέξεις