Стояк στα ελληνικά
Μετάφραση: стояк, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκάρι, καρφί, πόστο, ιπποτροφείο, ταχυδρομώ, κουμπί, μετώπη, σωλήνα ανύψωσης, ανερχόμενου αυλού, κατακόρυφου αγωγού, riser
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баркас στα ελληνικά - εκτοξεύω, καθελκύω, εξαπολύω, μεγαλύτερα λέμβος πλοίου, Longboat, λέμβος πλοίου
- гордиться στα ελληνικά - να είμαστε υπερήφανοι, να είναι υπερήφανοι, είναι υπερήφανοι, να είναι υπερήφανη, να είμαστε υπερήφανοι για
- денежный στα ελληνικά - οικονομικός, νομισματικός, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
- забронировать στα ελληνικά - βιβλιάριο, καπαρώνω, εφεδρεία, παρακρατώ, εφεδρικός, παρακαταθήκη, βιβλίο, ...
Τυχαίες λέξεις
Стояк στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκάρι, καρφί, πόστο, ιπποτροφείο, ταχυδρομώ, κουμπί, μετώπη, σωλήνα ανύψωσης, ανερχόμενου αυλού, κατακόρυφου αγωγού, riser
Μεταφράσεις: δοκάρι, καρφί, πόστο, ιπποτροφείο, ταχυδρομώ, κουμπί, μετώπη, σωλήνα ανύψωσης, ανερχόμενου αυλού, κατακόρυφου αγωγού, riser