Стоячий στα ελληνικά
Μετάφραση: стоячий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρθιος, κύρος, λιμνάζων, στάσιμος, stand-up, ορθίων, όρθια, όρθιο
Μεταφράσεις
- всеобщий στα ελληνικά - γενικός, συνολικός, ολικός, στρατηγός, σύνολο, κοινός, παγκόσμιος, ...
- вылинять στα ελληνικά - ξεθωριάζω, μαδώ, ξεθωριάσει, ξεθωριασμένα, ξεθωριασμένες, ξεθωριασμένη, εξασθένισε
- гарантия στα ελληνικά - διασφαλίζω, εγγυώμαι, εγχείρημα, περιφρουρώ, τριτεγγύηση, εχέγγυο, υποτροφία, ...
- герольд στα ελληνικά - κήρυκας, κήρηξ, κηρύσσω, αγγέλλω, Herald, κήρυκα
Τυχαίες λέξεις
Стоячий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρθιος, κύρος, λιμνάζων, στάσιμος, stand-up, ορθίων, όρθια, όρθιο
Μεταφράσεις: όρθιος, κύρος, λιμνάζων, στάσιμος, stand-up, ορθίων, όρθια, όρθιο