Странствовать στα ελληνικά

Μετάφραση: странствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιπλανιέμαι, σουλατσάρω, τριγυρίζω, αλήτης, περιφέρομαι, μόρτης, αγύρτης, ταξιδεύω, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
Странствовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антропометрия στα ελληνικά - ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρίας, την ανθρωπομετρία, η ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρήσεις
  • влететь στα ελληνικά - χτύπημα, τρέχω, ορμή, βιασύνη, φυσώ, μύγα, πετούν, ...
  • волокитчик στα ελληνικά - volokitchik
  • вселенский στα ελληνικά - παγκόσμιος, παγκοσμίως, οικουμενικός, Οικουμενικού, Οικουμενικό, οικουμενική, οικουμενικής
Τυχαίες λέξεις
Странствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιπλανιέμαι, σουλατσάρω, τριγυρίζω, αλήτης, περιφέρομαι, μόρτης, αγύρτης, ταξιδεύω, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν