Страшить στα ελληνικά
Μετάφραση: страшить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφοβίζω, συγκλονίζω, φοβίζω, τρομάζω, τρομάξει, φοβίσει, φοβίζει, φοβίζουν
Μεταφράσεις
- антибиотический στα ελληνικά - αντιβιοτικό, αντιβιοτικού, αντιβιοτικά, αντιβιοτική, στα αντιβιοτικά
- говядина στα ελληνικά - βοδινό κρέας, βοδινό, βοείου κρέατος, βόειο κρέας, του βοείου
- дошкольник στα ελληνικά - προσχολική, προσχολικής ηλικίας, προσχολικής, παιδιά προσχολικής, παιδικό σταθμό
- дуть στα ελληνικά - χτύπημα, τολύπη, φυσώ, αναπνέω, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Страшить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, συγκλονίζω, φοβίζω, τρομάζω, τρομάξει, φοβίσει, φοβίζει, φοβίζουν
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, συγκλονίζω, φοβίζω, τρομάζω, τρομάξει, φοβίσει, φοβίζει, φοβίζουν