Струить στα ελληνικά
Μετάφραση: струить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβάλλω, χιμώ, ρίχνω, βάζω, καλύβα, παράγκα, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдергивать στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, vdergivat
- воровской στα ελληνικά - κλέφτες, τους κλέφτες, κλεφτών, οι κλέφτες, ληστές
- двуокись στα ελληνικά - διοξείδιο, διοξείδιο του, το διοξείδιο του, διοξειδίου του, διοξειδίου
- дознаваться στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, εξακριβώνω, διαπιστώνω, ανεύρεση, doznavatsya
Τυχαίες λέξεις
Струить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβάλλω, χιμώ, ρίχνω, βάζω, καλύβα, παράγκα, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Μεταφράσεις: αποβάλλω, χιμώ, ρίχνω, βάζω, καλύβα, παράγκα, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας