Стюардесса στα ελληνικά
Μετάφραση: стюардесса, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατμόσφαιρα, οικοδέσποινα, αέρας, επιστάτης, αεροδός, τροφοδότης, συνοδός, αεροσυνοδός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоматика στα ελληνικά - αυτοματοποίηση, Αυτοματισμός, αυτομάτων, automatics, Αυτοματισμός για, Αυτοματισμός για το
- вага στα ελληνικά - κάγκελο, μοχλός, εμποδίζω, φράζω, μπαρ, λοστός, λοστό, ...
- веточка στα ελληνικά - κλαδάκι, βλαστός, πυροβολώ, εκτινάσσω, κλαδί, ένα κλαδί, το κλαδί, ...
- вынянчить στα ελληνικά - νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Τυχαίες λέξεις
Стюардесса στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατμόσφαιρα, οικοδέσποινα, αέρας, επιστάτης, αεροδός, τροφοδότης, συνοδός, αεροσυνοδός
Μεταφράσεις: ατμόσφαιρα, οικοδέσποινα, αέρας, επιστάτης, αεροδός, τροφοδότης, συνοδός, αεροσυνοδός