Λέξη: καταμερισμός

Σχετικές λέξεις: καταμερισμός

καταμερισμός εργασίας wikipedia, καταμερισμός εργασίας μαρξ, καταμερισμός συνώνυμο, καταμερισμός εργασίας, καταμερισμόσ των έργων, καταμερισμός εργασίας ανταμ σμιθ, καταμερισμός εργασίας βικιπαιδεια, καταμερισμός εργασίας στην οικογένεια, καταμερισμός εργασίας ορισμος, καταμερισμός της εργασίας

Συνώνυμα: καταμερισμός

διανομή

Μεταφράσεις: καταμερισμός

καταμερισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
allocation, apportionment, division, sharing, division of

καταμερισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asignación, prorrateo, reparto, distribución, el prorrateo, de reparto

καταμερισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verteilung, belegung, speicherverteilung, zuweisung, zuteilung, besetzung, allokation, zuordnung, Zuteilung, Aufteilung, Verteilung, Aufteilungs

καταμερισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
partage, attribution, allocation, affectation, répartition, la répartition, de répartition, répartir

καταμερισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assegnazione, ripartizione, riparto, di ripartizione, la ripartizione, suddivisione

καταμερισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atribuição, rateio, repartição, de repartição, distribuição, partilha

καταμερισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestemming, verdeling, verdeelsleutel, toerekening, omslag, de verdeling

καταμερισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
размещение, локализация, выделение, деление, расстановка, ассигнование, предназначение, назначение, распределение, отчисление, Ассигнования, пропорциональное распределение, пропорциональное, раскладка

καταμερισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordeling, fordelingen, fordelings

καταμερισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fördelning, fördelningen, fördelnings, uppdelning

καταμερισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määräraha, allokaatio, kohdentaminen, jako, allokointi, jakamisesta, jakamista, jakaminen, jaon

καταμερισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordeling, fordelingen, fordelingsnøgle, opdeling, forholdsmæssig beregning

καταμερισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přidělení, přiřčení, rozdělení, rozvržení nákladů, je rozdělení, poměrné

καταμερισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
alokacja, przydział, przyznanie, umieszczenie, przeznaczenie, przemówienie, podział, rozłożenie, podziału, zasady podziału, rozdysponowanie

καταμερισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felosztása, felosztási, felosztást, megosztását, felosztását

καταμερισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paylaştırma, paylaştırılması, bölüştürme, bölüştürmenin, tevzii hususunda karar

καταμερισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розстрочка, локалізація, відрахування, розподіл, розподілення, гарячої

καταμερισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndarje, shpërndarja, ndarje e, përpjestimi, përpjestim i

καταμερισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разпределение, разпределяне, за разпределение, пропорционално разпределяне

καταμερισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
размеркаванне, разьмеркаваньне

καταμερισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eraldus, määramine, jaotamine, jaotamise, jaotamist, jaotades, jaotamisega

καταμερισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dodjeljivanje, doznaka, odobrenje, raspodjela, dodjela, proporcionalnom

καταμερισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skiptingu, skipting

καταμερισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskirstymas, proporcingas paskirstymas, padalijimas, proporcingas paskirstymas s, proporcingai paskirstyti

καταμερισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sadalījums, sadalījumu, sadalīšana, sadalīšanu, proporcionālu sadali

καταμερισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
распределба, распределбата, распределување, вообичаена распределба

καταμερισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
repartizare, repartizarea, de repartizare, repartizării, repartizări

καταμερισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
porazdelitev, razdelitev, porazdelitve, je porazdelitev

καταμερισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozdelenie, klasifikačných, rozdelenia, rozdelení, rozdeleniu
Τυχαίες λέξεις