Стягивание στα ελληνικά
Μετάφραση: стягивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστολή, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, απομόνωση, συμπίεση, σύσπαση, συρρίκνωση, συστολής, συρρίκνωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вертикально στα ελληνικά - όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
- вычищать στα ελληνικά - καθαρίζω, ζιζάνιο, καθαρός, μαδώ, καθαρίσει έξω, καθαρίσετε, καθαρίσει, ...
- девочка-подросток στα ελληνικά - κορίτσι 12-15 ετών
- диастола στα ελληνικά - διαστολή, διαστολής, της διαστολής, τη διαστολή, την διαστολή
Τυχαίες λέξεις
Стягивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστολή, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, απομόνωση, συμπίεση, σύσπαση, συρρίκνωση, συστολής, συρρίκνωσης
Μεταφράσεις: συστολή, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, απομόνωση, συμπίεση, σύσπαση, συρρίκνωση, συστολής, συρρίκνωσης