Сумка στα ελληνικά
Μετάφραση: сумка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόθεση, εξοπλισμός, θήκη, περιστατικό, σακούλα, τσάντα, βαλίτσα, θύλακας, πορτοφόλι, σάκο, σάκος, σακούλας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волюнтаризм στα ελληνικά - εθελοντισμού, βολονταρισμός, εθελοντισμό, εθελοντισμός, βολονταρισμό
- втравливать στα ελληνικά - επισύρω, τραβώ, έλκω, ζωγραφίζω, vtravlivat
- глупыш στα ελληνικά - χαζός, Fulmar, ΡιιΙγπ
- декоративный στα ελληνικά - διακοσμητικός, Διακοσμητικά, διακοσμητικό, διακοσμητικές, διακοσμητική
Τυχαίες λέξεις
Сумка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόθεση, εξοπλισμός, θήκη, περιστατικό, σακούλα, τσάντα, βαλίτσα, θύλακας, πορτοφόλι, σάκο, σάκος, σακούλας
Μεταφράσεις: υπόθεση, εξοπλισμός, θήκη, περιστατικό, σακούλα, τσάντα, βαλίτσα, θύλακας, πορτοφόλι, σάκο, σάκος, σακούλας