Сутолока στα ελληνικά
Μετάφραση: сутолока, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναταραχή, σάλος, πλήθος, ζουλώ, πατικώνω, συναθροίζομαι, ταραχή, κολοκύθι, αναστάτωση, φασαρία, συρρέω, σπουδή, κίνηση, θόρυβο, επίσπευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- библиотекарь στα ελληνικά - βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκονόμος, βιβλιοθηκονόμο, βιβλιοθηκονόμου, βιβλιοθηκάριο
- воспрепятствовать στα ελληνικά - προλαβαίνω, παρακωλύω, ένσταση, παρεμποδίζω, αποτρέπω, περιορίζω, εμποδίζω, ...
- доктринер στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικό, δογματικοί, δογματικούς
- евразиец στα ελληνικά - Ευρασίας, της Ευρασίας, ευρασιατική, ευρασιατικών, Ευρασιατικές
Τυχαίες λέξεις
Сутолока στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναταραχή, σάλος, πλήθος, ζουλώ, πατικώνω, συναθροίζομαι, ταραχή, κολοκύθι, αναστάτωση, φασαρία, συρρέω, σπουδή, κίνηση, θόρυβο, επίσπευση
Μεταφράσεις: αναταραχή, σάλος, πλήθος, ζουλώ, πατικώνω, συναθροίζομαι, ταραχή, κολοκύθι, αναστάτωση, φασαρία, συρρέω, σπουδή, κίνηση, θόρυβο, επίσπευση