Существительное στα ελληνικά
Μετάφραση: существительное, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικό, αντικείμενο, αντιτείνω, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών
Μεταφράσεις
- адвокатура στα ελληνικά - μπαρ, φράζω, υπεράσπιση, εμποδίζω, κάγκελο, συνηγορία, υπεράσπισης, ...
- выборы στα ελληνικά - αναγόρευση, εκλογές, τις εκλογές, εκλογών, εκλογές του, εκλογές που
- выкинуть στα ελληνικά - αποβάλλω, ρίχνω, πετώ, πέταγμα, εγκαταλείπουν, εγκατάλειψης, εγκαταλείπουν το, ...
- гнездышко στα ελληνικά - θαλάμη, φωλιά, φωλιάζω, φωλιάζουν, φωλιάς, τη φωλιά, φωλιές
Τυχαίες λέξεις
Существительное στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικό, αντικείμενο, αντιτείνω, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών
Μεταφράσεις: ουσιαστικό, αντικείμενο, αντιτείνω, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών