Ουσιαστικό στα ρωσικά

Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самостоятельный, значительный, существенный, субстантивный, существительное, независимый, важный, сущ, существительным, имя существительное, существительного
Ουσιαστικό στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό

ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας ρωσικά, ουσιαστικό στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ουσία στα ρωσικά - действительность, естество, реальность, имущество, суть, субстанция, плотность, ...
  • ουσιαστικά στα ρωσικά - почти, действительно, существенно, практично, фактически, практически, по существу, ...
  • ουσιαστικός στα ρωσικά - значительный, состоятельный, существенный, усиленный, прочный, важный, содержательный, ...
  • ουσιώδης στα ρωσικά - необходимость, жизненный, требуемый, спешный, важный, насущный, неизбежность, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: самостоятельный, значительный, существенный, субстантивный, существительное, независимый, важный, сущ, существительным, имя существительное, существительного