Сходить στα ελληνικά
Μετάφραση: сходить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναρριχώμαι, πηγαίνω, ορθώνομαι, ανατέλλω, ξεφλουδίζω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, έρχομαι, αύξηση, προέρχομαι, όρος, ξύσμα, βουνό, καθαρίζω, κατεβαίνω, κατέβει, κατεβαίνουν, κατέλθει, κατεβεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедствовать στα ελληνικά - ανάγκη, χρειάζομαι, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ζουν στη φτώχεια, ζουν μέσα στη φτώχεια, ζουν υπό συνθήκες φτώχειας, ζει σε συνθήκες φτώχειας
- варка στα ελληνικά - ποτό, βράζω, βράσιμο, μαγειρεύω, μαγείρεμα, μαγειρέματος, το μαγείρεμα, ...
- вурдалак στα ελληνικά - λάμια, Ghoul, βρικόλακας, λάμιο
- диабетический στα ελληνικά - διαβητικός, διαβητική, διαβητικούς, διαβητικής, διαβητικών
Τυχαίες λέξεις
Сходить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναρριχώμαι, πηγαίνω, ορθώνομαι, ανατέλλω, ξεφλουδίζω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, έρχομαι, αύξηση, προέρχομαι, όρος, ξύσμα, βουνό, καθαρίζω, κατεβαίνω, κατέβει, κατεβαίνουν, κατέλθει, κατεβεί
Μεταφράσεις: αναρριχώμαι, πηγαίνω, ορθώνομαι, ανατέλλω, ξεφλουδίζω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, έρχομαι, αύξηση, προέρχομαι, όρος, ξύσμα, βουνό, καθαρίζω, κατεβαίνω, κατέβει, κατεβαίνουν, κατέλθει, κατεβεί