Λέξη: στοχασμός

Σχετικές λέξεις: στοχασμός

κριτικός στοχασμός, στοχασμός wikipedia, στοχασμός συνώνυμο, στοχασμός ορισμός, στοχασμός του θανάτου, στοχασμός του θανάτου διεπιστημονικές προσεγγίσεις, στοχασμός λεξικό, στοχασμόσ αγγλικά, στοχασμός στα αγγλικά, στοχασμός και πολιτική

Συνώνυμα: στοχασμός

σκέψη, αναλογισμός, αυτοσυγκέντρωση

Μεταφράσεις: στοχασμός

στοχασμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contemplation, meditation, thought, reflection, thinking

στοχασμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
meditación, contemplación, la meditación, de meditación, meditación de, de la meditación

στοχασμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
meditation, nachsinnen, nachdenken, betrachtung, Meditation, Meditations, der Meditation, die Meditation

στοχασμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contemplation, recueillement, méditation, la méditation, de méditation, réflexion

στοχασμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
meditazione, la meditazione, di meditazione, della meditazione

στοχασμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
meditação, a meditação, meditation, de meditação, da meditação

στοχασμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meditatie, mediteren, de meditatie, overdenking

στοχασμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раздумье, рассуждение, ожидание, умствование, созерцание, размышление, соображение, изучение, предположение, рассмотрение, медитация, медитации, медитацию, медитацией

στοχασμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betraktning, ettertanke, meditasjon, meditasjonen, meditasjons, meditasjoner

στοχασμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
meditation, meditationen, meditations

στοχασμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkastelu, meditaatio, meditaation, meditaatiota, meditaatiossa, meditation

στοχασμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
meditation, meditationen

στοχασμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
meditace, kontemplace, hloubání, pozorování, úvaha, rozjímání, meditační, meditaci, meditací

στοχασμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozmyślanie, kontemplacja, kontemplowanie, medytacja, medytacji, meditation, medytacją

στοχασμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szándékolás, elmélkedés, meditáció, meditációs, a meditáció, meditációt

στοχασμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meditasyon, bir meditasyon, meditasyonu, meditation, meditasyonun

στοχασμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сподівання, розгляд, споглядання, припущення, медитація, медитация

στοχασμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përsiatje, meditim, meditimi, përsiatja, meditimin

στοχασμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
медитация, медитацията, на медитация, за медитация

στοχασμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
медытацыя

στοχασμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaatlus, mõtisklus, meditatsiooni, meditatsioon, meditation, meditatsiooniga

στοχασμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
meditacija, meditacije, meditaciju, razmatranje, je meditacija

στοχασμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugleiðslu, Hugleiðing, hugleiðsla, hugleiðslumiðstöðin, Meditation

στοχασμός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
contemplatio

στοχασμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
meditacija, meditacijos, Meditation, meditaciją

στοχασμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārdomas, meditācija, meditācijas, meditāciju, Meditation

στοχασμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
медитација, медитацијата, медитации, размислување

στοχασμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
meditație, meditatie, meditația, meditației, meditatia

στοχασμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
meditacija, meditacije, meditacijo, meditacijski, meditaciji

στοχασμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozjímaní, rozjímanie, rozjímania, rozjímaniu, rozjímání
Τυχαίες λέξεις