Счастливый στα ελληνικά
Μετάφραση: счастливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτυχής, καλότυχος, ευτυχισμένος, τυχερός, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο
Μεταφράσεις
- белковый στα ελληνικά - ένδοξος, πρωτεϊνούχο, πρωτεϊνούχα, πρωτεϊνικό, πρωτεϊνούχου, πρωτεϊνώδη
- вертлюг στα ελληνικά - στριφτάρι, στροφέας, περιστροφής, περιστρεφόμενη, περιστρεφόμενο, στροφέα
- гримировать στα ελληνικά - φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, ...
- ель στα ελληνικά - φιλάρεσκος, έλατο, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ελάτης
Τυχαίες λέξεις
Счастливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτυχής, καλότυχος, ευτυχισμένος, τυχερός, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο
Μεταφράσεις: ευτυχής, καλότυχος, ευτυχισμένος, τυχερός, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο