Таможенный στα ελληνικά
Μετάφραση: таможенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έθιμο, τελωνείο, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блицкриг στα ελληνικά - blitzkrieg
- двууглекислый στα ελληνικά - διττανθρακικό, όξινο ανθρακικό, όξινο, διττανθρακικού, όξινου ανθρακικού
- жеманный στα ελληνικά - ευγενικός, επιτηδευμένος, καθωσπρέπει, ατσαλάκωτη, ευπρεπή
- заблудший στα ελληνικά - σφάλλων, υποπέσει, να υποπέσει, πλανεμένες, σφάλλουμε
Τυχαίες λέξεις
Таможенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έθιμο, τελωνείο, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
Μεταφράσεις: έθιμο, τελωνείο, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό