Танцовщица στα ελληνικά

Μετάφραση: танцовщица, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορευτής, χορεύτρια, χορευτή, χορεύτριας, χορευτών
Танцовщица στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • береговой στα ελληνικά - παραλιακός, παράκτιος, παραθαλάσσιος, ακτή, ακτής, ακτές, ακτών, ...
  • бессвязность στα ελληνικά - ασυναρτησία, ασυνέπεια, έλλειψη συνοχής, έλλειψης συνοχής, ασυνέπειας
  • возрождение στα ελληνικά - αναγέννηση, αναβίωση, επιστροφή, αναζωογόνηση, γέννα, γέννηση, ανανέωση, ...
  • вставленный στα ελληνικά - παρεμβάλλεται, εισαχθεί, εισάγεται, παρεμβάλλονται, εισάγονται
Τυχαίες λέξεις
Танцовщица στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορευτής, χορεύτρια, χορευτή, χορεύτριας, χορευτών