Твердый στα ελληνικά

Μετάφραση: твердый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, άτεγκτος, ρωμαλέος, ξηρός, αξιόλογος, διαμέρισμα, αδιάλλακτος, γρήγορα, γερός, στερεός, ουσιαστικός, παντοτινός, σταθερός, συμπαγής, εταιρία, άκαμπτος, στέρεο, στερεό, στερεά
Твердый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бальзамический στα ελληνικά - γλυκός, βαλσαμώδης, βαλσαμώδες, βαλσαμώδεις, βαλσαμώδη
  • ботва στα ελληνικά - κορυφή, αποθερίδια, υπολειμμάτων θερισμού, φυλλώματος, καταστροφείς υπολειμμάτων θερισμού και, υπολειμμάτων θερισμού και
  • водоём στα ελληνικά - λιμνούλα, λεκάνη, δεξαμενή, το σώμα, σώμα, σώματος, οργανισμό, ...
  • грифон στα ελληνικά - γρύπας, Griffin, γρύπα, ο Griffin
Τυχαίες λέξεις
Твердый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, άτεγκτος, ρωμαλέος, ξηρός, αξιόλογος, διαμέρισμα, αδιάλλακτος, γρήγορα, γερός, στερεός, ουσιαστικός, παντοτινός, σταθερός, συμπαγής, εταιρία, άκαμπτος, στέρεο, στερεό, στερεά