Теоретический στα ελληνικά
Μετάφραση: теоретический, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερδοσκοπικός, υποθετικός, θεωρητικός, εικαστικός, θεωρητική, θεωρητικό, θεωρητικές, θεωρητικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актер-комик στα ελληνικά - αστείος, κωμικός, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
- бескрайний στα ελληνικά - άπειρος, απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
- брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
- диализ στα ελληνικά - διάλυση, αιμοκάθαρση, αιμοκάθαρσης, διαπίδυση, διαπίδυσης
Τυχαίες λέξεις
Теоретический στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερδοσκοπικός, υποθετικός, θεωρητικός, εικαστικός, θεωρητική, θεωρητικό, θεωρητικές, θεωρητικής
Μεταφράσεις: κερδοσκοπικός, υποθετικός, θεωρητικός, εικαστικός, θεωρητική, θεωρητικό, θεωρητικές, θεωρητικής