Тлетворный στα ελληνικά
Μετάφραση: тлетворный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλαβερός, θλιβερός, ολέθριος, επιβλαβής, απελπισμένος, μιασματικός, λοιμώδης, λοιμώδη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атомистический στα ελληνικά - ατομιστικής, ατομιστική, ατομικιστικός, ατομιστικές, ατομικιστικής
- ватага στα ελληνικά - ταινία, όμιλος, συγκρότημα, σπείρα, συμμορία, αγέλη, κοπάδι, ...
- гну στα ελληνικά - αντιλόπης της Αφρικής, GNU, το GNU, του GNU, gnu στα
- двубортный στα ελληνικά - σταυρωτό, σταυρωτά, σταυρωτός
Τυχαίες λέξεις
Тлетворный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλαβερός, θλιβερός, ολέθριος, επιβλαβής, απελπισμένος, μιασματικός, λοιμώδης, λοιμώδη
Μεταφράσεις: βλαβερός, θλιβερός, ολέθριος, επιβλαβής, απελπισμένος, μιασματικός, λοιμώδης, λοιμώδη