Толстеть στα ελληνικά

Μετάφραση: толстеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παχουλός, τροφαντός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Толстеть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдергивать στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, vdergivat
  • взаимность στα ελληνικά - αμοιβαιότητα, αμοιβαιότητας, της αμοιβαιότητας, την αμοιβαιότητα, η αμοιβαιότητα
  • гастрономический στα ελληνικά - γαστρονομικός, γαστρονομικές, γαστρονομική, γαστρονομικό, γαστρονομικής
  • делимый στα ελληνικά - διαιρετός, διαιρείται, διαιρετό, διαιρετή, διαιρετά
Τυχαίες λέξεις
Толстеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παχουλός, τροφαντός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή