Томительность στα ελληνικά
Μετάφραση: томительность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγωνιώ, άγχος, αγωνία, αργός, παρατεταμένη, πλανάται, διαγραμμένων, παρατεταμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- двоебрачие στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
- дискриминация στα ελληνικά - διάκριση, διακρίσεις, διακρίσεων, των διακρίσεων, διάκρισης
- есть στα ελληνικά - μαζεύω, κασμάς, συλλέγω, τρώω, έχω, έχε, υπάρχει, ...
- завертывать στα ελληνικά - τυλίγω, διπλώνω, πτυχή, πλαταγίζω, εμπλέκομαι, γύρος, μπλέκω, ...
Τυχαίες λέξεις
Томительность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγωνιώ, άγχος, αγωνία, αργός, παρατεταμένη, πλανάται, διαγραμμένων, παρατεταμένες
Μεταφράσεις: αγωνιώ, άγχος, αγωνία, αργός, παρατεταμένη, πλανάται, διαγραμμένων, παρατεταμένες