Точить στα ελληνικά
Μετάφραση: точить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бейсболист στα ελληνικά - ballplayer, επιτύμβιου, ποδοσφαιριστή
- блистать στα ελληνικά - λάμπω, αναλαμπή, πυρακτώνομαι, φεγγοβολώ, λάμψη, φεγγίζω, πρωταγωνιστής, ...
- выучка στα ελληνικά - τέχνη, επιδεξιότητα, εκπαίδευση, σχολείο, προπονούμενος, ικανότητα, φιλοτεχνία, ...
- душевный στα ελληνικά - πνευματικός, συναισθηματικός, ψυχικός, ειλικρινής, καλόψυχος, αισθαντική, soulful, ...
Τυχαίες λέξεις
Точить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Μεταφράσεις: λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν