Трамбовка στα ελληνικά

Μετάφραση: трамбовка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαθάρι, σωτηρία, κόπανος, κριό, τον κριό, μηχανικού κριού να, μηχανικό κριό
Трамбовка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аспирантура στα ελληνικά - σπουδάζω, σπουδές, μελέτη, γραφείο, απόφοιτος του σχολείου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, Graduate School, ...
  • беспричинный στα ελληνικά - άνευ αιτίας
  • дербенник στα ελληνικά - loosestrife
  • дилетантство στα ελληνικά - απειροτεχνία, ντιλλεταντισμό, ερασιτεχνισμό, το ντιλλεταντισμό
Τυχαίες λέξεις
Трамбовка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαθάρι, σωτηρία, κόπανος, κριό, τον κριό, μηχανικού κριού να, μηχανικό κριό