Тренироваться στα ελληνικά
Μετάφραση: тренироваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, ασκώ, εξασκώ, τρένο, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- билабиальный στα ελληνικά - διχειλικός, διχειλικός φθόγγος
- гул στα ελληνικά - αντιπαράθεση, ρακέτα, σάλος, μπουμπουνίζω, βουίζω, κηφήνας, προσκρούω, ...
- девушка-подросток στα ελληνικά - μπουμπούκι, πρωτοεμφανίζομαι, νεαρός, έφηβος, εφήβου, έφηβο, έφηβη
- добродетельно στα ελληνικά - ηθικά, ηθική, ηθικώς, ηθική άποψη, από ηθική άποψη
Τυχαίες λέξεις
Тренироваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, ασκώ, εξασκώ, τρένο, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, ασκώ, εξασκώ, τρένο, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας