Треножник στα ελληνικά

Μετάφραση: треножник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίποδας, τρίποδο, τρίποδα, τριπόδου, τρίποδου
Треножник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • властелин στα ελληνικά - ρήγας, κύριος, μετρ, βασιλιάς, αυτεξούσιος, αφέντης, χάρακας, ...
  • горный στα ελληνικά - ορεινός, βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
  • гуманитарный στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, φιλελεύθερος, ανθρωπιστικός, επιεικής, κλασσικός, ανθρωπιστική, ανθρωπιστικής, ...
  • евнух στα ελληνικά - ευνούχος, ευνούχο, ευνούχου, ευνούχων, των ευνούχων
Τυχαίες λέξεις
Треножник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίποδας, τρίποδο, τρίποδα, τριπόδου, τρίποδου