Трудиться στα ελληνικά

Μετάφραση: трудиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόχθος, δουλεύω, εργασία, κοπιάζω, κόπος, δουλειά, εργάζομαι, έργο, εργασίας, εργασίες
Трудиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бляшка στα ελληνικά - πλάκα, πλάκας, πινακίδα, πλακών, πλακός
  • воровато στα ελληνικά - thievishly
  • вымокнуть στα ελληνικά - εμποτίζω, μουσκεύω, vymoknut
  • додекаэдр στα ελληνικά - δωδεκάεδρο, δωδεκαέδρου, δωδεκάεδρα, δωδεκαέδρων, δωδεκάεδρου
Τυχαίες λέξεις
Трудиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόχθος, δουλεύω, εργασία, κοπιάζω, κόπος, δουλειά, εργάζομαι, έργο, εργασίας, εργασίες