Κοπιάζω στα ρωσικά

Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трудиться, работа, усилие, либор, стремиться, хлопотня, труд, MOIL
Κοπιάζω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιάζω

κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, κοπιάζω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κοπή στα ρωσικά - подстригаться, удалять, выстригать, отсоединять, подстричься, отколоть, засечка, ...
  • κοπανίζω στα ρωσικά - размельчить, истолочь, натолочь, раздроблять, размельчать, бомбардировать, распрямлять, ...
  • κοπιαστικός στα ρωσικά - прилежный, кропотливый, тщательный, старание, трудоемкий, тяжелый, добиваться, ...
  • κοπριά στα ρωσικά - удобрить, удобрение, мерзость, удобрять, слизь, дерьмо, навоз, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: трудиться, работа, усилие, либор, стремиться, хлопотня, труд, MOIL