Тупой στα ελληνικά

Μετάφραση: тупой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βραδύνους, βαρετός, ευρύς, μουντός, κτηνώδης, φαρδύς, πληκτικός, μουχρός, αδιαφανής, στάσιμος, αμβλύς, μονοκόμματος, λιμνάζων, πυκνός, απότομος, αργόστροφος, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
Тупой στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вкрапиться στα ελληνικά - βρίσκομαι, είμαι, διανύω, διασπείρω, διανθίστε, διασπείρει, διανθίζουν, ...
  • горн στα ελληνικά - κόρνα, φούρνος, σάλπιγγα, κλίβανος, σαλπίγγων, σάλπιγγας, σαλπίσματος
  • грибок στα ελληνικά - μύκητας, μύκητα, μυκήτων, μύκητες, του μύκητα
  • детерминант στα ελληνικά - καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
Τυχαίες λέξεις
Тупой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βραδύνους, βαρετός, ευρύς, μουντός, κτηνώδης, φαρδύς, πληκτικός, μουχρός, αδιαφανής, στάσιμος, αμβλύς, μονοκόμματος, λιμνάζων, πυκνός, απότομος, αργόστροφος, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι