Тяготение στα ελληνικά
Μετάφραση: тяготение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρύτητα, έλξη, θέαμα, έλξης, αξιοθέατο, το αξιοθέατο, προσέλκυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автономист στα ελληνικά - αυτονομιστικό, αυτονομιστικής, αυτονομιστικά, αυτονομίας, αυτόνομοι
- ближе στα ελληνικά - πιο κοντά, στενότερη, κοντά, στενότερης, πιο
- влечь στα ελληνικά - σέρνω, τραβώ, ζωγραφίζω, επισύρω, έλκω, προσελκύω, προσέλκυση, ...
- гульба στα ελληνικά - ξεφάντωμα, γλέντι, ξεφαντώματος, revelry, κραιπάλη
Τυχαίες λέξεις
Тяготение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρύτητα, έλξη, θέαμα, έλξης, αξιοθέατο, το αξιοθέατο, προσέλκυση
Μεταφράσεις: βαρύτητα, έλξη, θέαμα, έλξης, αξιοθέατο, το αξιοθέατο, προσέλκυση