Убавление στα ελληνικά
Μετάφραση: убавление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, αναγωγή, περιστολή, ελάττωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Μεταφράσεις
- ангажировать στα ελληνικά - καπαρώνω, βιβλίο, βιβλιάριο, να συμμετάσχουν, να εμπλακούν, να συμμετέχουν, να ασκούν, ...
- бодибилдинг στα ελληνικά - body-building, οργανισμός οικοδόμησης, οικοδόμησης οργανισμός
- выразить στα ελληνικά - εμφαίνω, εκφράζω, διατυπώνω, παράσταση, δείχνω, εκφράζουν, εκφράσω, ...
- жутко στα ελληνικά - ανατριχιαστικός, ανατριχιαστικό, creepy, ανατριχιαστική, ανατριχιαστικά
Τυχαίες λέξεις
Убавление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, αναγωγή, περιστολή, ελάττωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Μεταφράσεις: μείωση, αναγωγή, περιστολή, ελάττωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν