Убавляться στα ελληνικά
Μετάφραση: убавляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικραίνω, συρρικνώνομαι, μειώνομαι, μειώσει, μειώνουν, μειώνει, μειωθούν, μειωθεί
Μεταφράσεις
- вдавливание στα ελληνικά - οδόντωση, εσοχή, εγκοπή, εντομή, εσοχής
- выть στα ελληνικά - κερδίζω, στριγγλίζω, μουγκρητό, στενάζω, μουγκρίζω, ουρλιάζω, ουρλιαχτό, ...
- голубеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, γίνεται μπλε, γίνει μπλε, γίνονται μπλε, μετατρέπεται σε μπλε, γίνονται κυανά
- декадентство στα ελληνικά - παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
Τυχαίες λέξεις
Убавляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικραίνω, συρρικνώνομαι, μειώνομαι, μειώσει, μειώνουν, μειώνει, μειωθούν, μειωθεί
Μεταφράσεις: μικραίνω, συρρικνώνομαι, μειώνομαι, μειώσει, μειώνουν, μειώνει, μειωθούν, μειωθεί