Уберегать στα ελληνικά

Μετάφραση: уберегать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασφαλίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατοχυρώνω, αποκρούω, περιφρουρώ, εκτός, προστασία, εξασφάλιση, διασφάλιση, διαφύλαξη, διασφάλισης
Уберегать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благотворитель στα ελληνικά - ψυχικό, ευεργέτης, ευεργέτη, τον ευεργέτη, ευεργέτης της, δωρητής
  • бюджетный στα ελληνικά - χαμηλό κόστος, χαμηλού κόστους, το χαμηλό κόστος, χαμηλού κόστους με ανταπόκριση, χαμηλού κόστους με
  • девушка στα ελληνικά - δεσποινίς, κορίτσι, παρθένος, χάνω, μεσοφόρι, αστοχώ, βράγχιο, ...
  • доливание στα ελληνικά - συμπλήρωση, συμπληρωματικής κάλυψης, τη συμπλήρωση, συμπληρωματική κάλυψη, συμπληρωματικής προσφυγής
Τυχαίες λέξεις
Уберегать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασφαλίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατοχυρώνω, αποκρούω, περιφρουρώ, εκτός, προστασία, εξασφάλιση, διασφάλιση, διαφύλαξη, διασφάλισης