Уборщик στα ελληνικά

Μετάφραση: уборщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαριστής, καθαρίστρια, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα
Уборщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безусловно στα ελληνικά - ασφαλώς, βέβαια, βεβαίως, τελείως, απολύτως, αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, ...
  • вменять στα ελληνικά - μέρος, βάζω, τόπος, τοποθετώ, ποζάρω, πόζα, καθορισμένος, ...
  • внебрачный στα ελληνικά - νόθος, παράνομη, παράνομες, παράνομο, παράνομου
  • жемчужница στα ελληνικά - μαργαριτάρι, μαργαριταρένια, μαργαριταριών, μαργαριτάρια, μαργαριταρένιο
Τυχαίες λέξεις
Уборщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαριστής, καθαρίστρια, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα