Καθαρίστρια στα ρωσικά

Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уборщик, техничка, скребок, чистильщик, горничная, горничной, служанка, дева, девица
Καθαρίστρια στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια

καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας ρωσικά, καθαρίστρια στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • καθαρά στα ρωσικά - очевидно, понятно, толком, заметно, несомненно, ясно, чистый, ...
  • καθαρίζω στα ρωσικά - сходить, вычищать, продувать, вышелушивать, отчищать, кожица, ободрать, ...
  • καθαρισμός στα ρωσικά - очистка, чистка, обогащение, уборка, осветление, устранение, очищающий, ...
  • καθαριστήριο στα ρωσικά - прачечная, прачечной, Услуги прачечной, стирка, белье
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: уборщик, техничка, скребок, чистильщик, горничная, горничной, служанка, дева, девица