Увеличение στα ελληνικά
Μετάφραση: увеличение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλεγμονή, προσχώρηση, ανάδειξη, άνοδος, προσαύξηση, ένταξη, πολλαπλασιασμός, απόκτημα, εξάπλωση, προέκταση, μεγέθυνση, αναπαραγωγή, ύψωση, αύξηση, πρόσφυση, ενίσχυση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бельдюга στα ελληνικά - χέλι, χελιού, χελιών, χέλια, του χελιού
- брокер στα ελληνικά - πράκτορας, παράγων, συνάλλαγμα, διαφωνία, λογομαχία, ανταλλάσσω, χρηματιστής, ...
- востоковедческий στα ελληνικά - ανατολικός, ανατολίτικος, Oriental, Ανατολικών, Ανατολίτικο, ανατολίτικη
- грузоотправитель στα ελληνικά - φορτωτής, αποστολέα, φορτωτή, αποστολέας, ναυλωτή
Τυχαίες λέξεις
Увеличение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλεγμονή, προσχώρηση, ανάδειξη, άνοδος, προσαύξηση, ένταξη, πολλαπλασιασμός, απόκτημα, εξάπλωση, προέκταση, μεγέθυνση, αναπαραγωγή, ύψωση, αύξηση, πρόσφυση, ενίσχυση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: φλεγμονή, προσχώρηση, ανάδειξη, άνοδος, προσαύξηση, ένταξη, πολλαπλασιασμός, απόκτημα, εξάπλωση, προέκταση, μεγέθυνση, αναπαραγωγή, ύψωση, αύξηση, πρόσφυση, ενίσχυση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει