Угадывать στα ελληνικά

Μετάφραση: угадывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Угадывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • альпака στα ελληνικά - αιγοκάμηλος, αλπάκας, αλπακά, alpaca, αλπακα
  • волглый στα ελληνικά - νοτισμένος, νωπός, υγρός, volgly
  • гараж στα ελληνικά - παράγκα, αποβάλλω, καλύβα, γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, garage, ...
  • грубеть στα ελληνικά - αγριεύω, τραχύνομαι, τραχύνω, Τραχύνετε, Τράχυνση
Τυχαίες λέξεις
Угадывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν