Удерживать στα ελληνικά

Μετάφραση: удерживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απέχω, φραγμός, περιλαμβάνω, πειθαναγκάζω, φράγμα, διατηρώ, υποστηρίζω, κρατώ, αναχαιτίζω, επωδός, κατακρατώ, εξακολουθώ, διατείνομαι, καθυστερώ, εκπίπτω, περιέχω, κρατήστε, κρατήστε την, κρατήσει, διατηρήσει, διατηρήσουν
Удерживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багор στα ελληνικά - γάντζος, πάσσαλος, παλούκι, άγκιστρο, αγκιστρώνω, καμάκι, αγγίστρο, ...
  • баронесса στα ελληνικά - βαρόνη, baroness, βαρόνης, η βαρόνη, τη βαρόνη
  • варка στα ελληνικά - ποτό, βράζω, βράσιμο, μαγειρεύω, μαγείρεμα, μαγειρέματος, το μαγείρεμα, ...
  • досаждающий στα ελληνικά - δυσάρεστος, molesting
Τυχαίες λέξεις
Удерживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απέχω, φραγμός, περιλαμβάνω, πειθαναγκάζω, φράγμα, διατηρώ, υποστηρίζω, κρατώ, αναχαιτίζω, επωδός, κατακρατώ, εξακολουθώ, διατείνομαι, καθυστερώ, εκπίπτω, περιέχω, κρατήστε, κρατήστε την, κρατήσει, διατηρήσει, διατηρήσουν