Удлинять στα ελληνικά
Μετάφραση: удлинять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεκτείνω, εξαναγκάζω, εκτείνομαι, εκτείνω, κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, επιμηκύνω, επιμηκύνει, επιμηκύνουν, να επιμηκύνει, μακρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аспект στα ελληνικά - ανάβω, ξανθός, φωτερός, θωριά, μεριά, πλευρά, χροιά, ...
- боек στα ελληνικά - ηγούμαι, κεφάλι, πόνος, πρόσωπο, αντιμετωπίζω, κύρος, αντικρίζω, ...
- бухнуться στα ελληνικά - πέφτω, εκπίπτω, πτώση, τραβώ, ρίπτω ταχέως, σπρώχνω ταχέως, Plunk, ...
- дуреть στα ελληνικά - αρμόζω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι, μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Удлинять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεκτείνω, εξαναγκάζω, εκτείνομαι, εκτείνω, κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, επιμηκύνω, επιμηκύνει, επιμηκύνουν, να επιμηκύνει, μακρύνει
Μεταφράσεις: επεκτείνω, εξαναγκάζω, εκτείνομαι, εκτείνω, κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, επιμηκύνω, επιμηκύνει, επιμηκύνουν, να επιμηκύνει, μακρύνει