Удостоверение στα ελληνικά
Μετάφραση: удостоверение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένταλμα, κατάθεση, δίπλωμα, πιστοποιητικό, ταυτότητα, μαρτυρία, εισιτήριο, κάρτα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бельведер στα ελληνικά - αποκορύφωμα, θερινή κατοικία, Belvedere, πανοραμικός πυργίσκος, Δώμα, Το Belvedere
- бесчестно στα ελληνικά - basely
- ветхозаветный στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, Παλαιά Διαθήκη, Παλαιάς Διαθήκης, της Παλαιάς Διαθήκης, Π.Δ.
- горячить στα ελληνικά - βρίσκομαι, ζεσταίνω, θερμαίνω, είμαι, διανύω, ζέστη, καυτό, ...
Τυχαίες λέξεις
Удостоверение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένταλμα, κατάθεση, δίπλωμα, πιστοποιητικό, ταυτότητα, μαρτυρία, εισιτήριο, κάρτα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Μεταφράσεις: ένταλμα, κατάθεση, δίπλωμα, πιστοποιητικό, ταυτότητα, μαρτυρία, εισιτήριο, κάρτα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό