Удостоверить στα ελληνικά
Μετάφραση: удостоверить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, επικυρώνω, επαληθεύω, μαρτυρώ, μάρτυρας, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бета στα ελληνικά - βήτα, β, beta, βητα
- возлечь στα ελληνικά - ψεύδομαι, κείμαι, κάτσε κάτω, καθίσει, καθίσετε, καθίσουν, να καθίσει
- драться στα ελληνικά - καταπολεμώ, καυγάς, σκαρφαλώνω, νικώ, συμπλοκή, μάχη, διαταράσσω, ...
- заболевший στα ελληνικά - νοσούντων, άρρωστα, νοσούντα, άρρωστο, νοσούν
Τυχαίες λέξεις
Удостоверить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, επικυρώνω, επαληθεύω, μαρτυρώ, μάρτυρας, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, επικυρώνω, επαληθεύω, μαρτυρώ, μάρτυρας, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει