Удостоверять στα ελληνικά

Μετάφραση: удостоверять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιητικό, μαρτυρώ, επικυρώνω, αποδεικνύω, επαληθεύω, πιστοποιώ, μάρτυρας, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Удостоверять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атрофироваться στα ελληνικά - ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
  • высасывание στα ελληνικά - εξάντληση, εξάντλησης, ανάλωση, αναλώσεως, ανάλωσης
  • господствовать στα ελληνικά - κανόνας, βασιλεία, υπερισχύω, κυριαρχώ, επικρατώ, αποφασίζω, βασιλεύω, ...
  • завоеватель στα ελληνικά - κατακτητής, κατακτητή, νικητής, πορθητής, του κατακτητή
Τυχαίες λέξεις
Удостоверять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, μαρτυρώ, επικυρώνω, αποδεικνύω, επαληθεύω, πιστοποιώ, μάρτυρας, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει