Узаконение στα ελληνικά
Μετάφραση: узаконение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νομοθεσία, καταστατικό, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, επικύρωση, τη νομιμοποίηση, επικύρωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актёр στα ελληνικά - παίκτης, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
- берлога στα ελληνικά - σαρκασμός, ντιβάνι, καναπές, ανάκλιντρο, σκάβω, καταγώγιο, λημέρι, ...
- жилистый στα ελληνικά - νευρώδης, νευρικό, συρμάτινος, νευρικός, νευρώδες
- жюри στα ελληνικά - ένορκοι, κριτική επιτροπή, κριτικής επιτροπής, επιτροπή, κριτική
Τυχαίες λέξεις
Узаконение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νομοθεσία, καταστατικό, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, επικύρωση, τη νομιμοποίηση, επικύρωσης
Μεταφράσεις: νομοθεσία, καταστατικό, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, επικύρωση, τη νομιμοποίηση, επικύρωσης