Укладчик στα ελληνικά

Μετάφραση: укладчик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσκευαστής, στρώμα, τοποθετών, placer, κοιτασμάτων, μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, μεταλλοφόρο κοίτασμα
Укладчик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багрянка στα ελληνικά - Murex, πορφύρας, οστράκων πορφύρας, το Murex, murex στα
  • банка στα ελληνικά - κοπάδι, εμποδίζω, κονσέρβα, βαζάκι, κουτί, κασσίτερος, ανάχωμα, ...
  • гибко στα ελληνικά - εύκαμπτα, ευελιξία, ευέλικτα, με ευελιξία, ευέλικτο
  • завоз στα ελληνικά - παραλαβή, παράδοση, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
Τυχαίες λέξεις
Укладчик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσκευαστής, στρώμα, τοποθετών, placer, κοιτασμάτων, μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, μεταλλοφόρο κοίτασμα