Улан στα ελληνικά

Μετάφραση: улан, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογχοφόρος, λογχοφόρος ηππέας, Lancer, επαγγελματίας, το Lancer
Улан στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • браться στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, παίρνω, αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, ...
  • громкость στα ελληνικά - ποσότητα, φωνή, όγκος, ένταση, όγκο, όγκου
  • деревянно-кирпичный στα ελληνικά - ημιξύλινη, το ήμισυ από ξύλο, ξύλο κατά το ήμισυ, ξυλότοιχα, κατά το ήμισυ ξύλινο
  • десятиборец στα ελληνικά - δεκαθλητής
Τυχαίες λέξεις
Улан στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογχοφόρος, λογχοφόρος ηππέας, Lancer, επαγγελματίας, το Lancer