Уловка στα ελληνικά
Μετάφραση: уловка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμπή, πλοκή, τρικ, μηχάνημα, τέχνασμα, στροφή, κόλπο, στήνω, εξοπλίζω, παιχνίδι, στρατήγημα, απάτη, ξεγελώ, στραμπουλίζω, αποφεύγω, συσκευή, το τέχνασμα, τέχνασμα για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актиния στα ελληνικά - αναπληρωματικός, Actinia
- гномический στα ελληνικά - gnomic, χειρόγραφα γνωμικού, Η Gnomic
- диалектик στα ελληνικά - διαλεκτικός φιλόσοφος, διαλεκτικός, διαλεκτικού
- жароустойчивый στα ελληνικά - αντιαναφλεκτικά, αντιαναφλεκτικό, μη αναφλέξιμο, αντιαναφλεκτικών, αντιαναφλεκτικού
Τυχαίες λέξεις
Уловка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμπή, πλοκή, τρικ, μηχάνημα, τέχνασμα, στροφή, κόλπο, στήνω, εξοπλίζω, παιχνίδι, στρατήγημα, απάτη, ξεγελώ, στραμπουλίζω, αποφεύγω, συσκευή, το τέχνασμα, τέχνασμα για
Μεταφράσεις: καμπή, πλοκή, τρικ, μηχάνημα, τέχνασμα, στροφή, κόλπο, στήνω, εξοπλίζω, παιχνίδι, στρατήγημα, απάτη, ξεγελώ, στραμπουλίζω, αποφεύγω, συσκευή, το τέχνασμα, τέχνασμα για