Уложить στα ελληνικά
Μετάφραση: уложить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, εξαναγκάζω, στρώνω, τελειώνω, ξαπλώνω, φτιάχνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, χτυπώ, κατασκευάζω, κοσμικός, συμπεραίνω, απεργία, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесструктурный στα ελληνικά - structureless, χωρίς δομή, έχει δομή, μην έχει δομή
- бранить στα ελληνικά - ραμφίζω, βρίζω, επιτιμώ, καυγάς, μαλώνω, καταχρώμαι, κατσαδιάζω, ...
- вымогательница στα ελληνικά - ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέας
- енот στα ελληνικά - ράτσα, ρακούν, Raccoon, ρακούν που, νυκτερευτής, νυκτερευτές
Τυχαίες λέξεις
Уложить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, εξαναγκάζω, στρώνω, τελειώνω, ξαπλώνω, φτιάχνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, χτυπώ, κατασκευάζω, κοσμικός, συμπεραίνω, απεργία, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Μεταφράσεις: κάνω, εξαναγκάζω, στρώνω, τελειώνω, ξαπλώνω, φτιάχνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, χτυπώ, κατασκευάζω, κοσμικός, συμπεραίνω, απεργία, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει